-
1 κατοχη
ἥ (= κατοκωχή См. κατοκωχη)1) задержание, арест(τοῦ Ἱστιαίου Her.)
2) помеха, задержка(ἀνείρξεις καὴ κατοχαί Plut.)
3) одержимость, исступление(κατοχαὴ καὴ ἐνθουσιασμοί Plut.)
См. также в других словарях:
Αρταφέρνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης πρίγκιπας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν ετεροθαλής αδελφός του Δαρείου Α’. Σε αυτόν οφείλεται κυρίως η αποτυχία της επανάστασης των Ιώνων (498 π.Χ.), οι οποίοι παρότι έκαψαν τις Σάρδεις –την κάτω πόλη– δεν… … Dictionary of Greek
Μύρκινος — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 370 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος, του νομού Σερρών. Βρίσκεται προς τα δυτικά της επαρχίας και στο σημείο που ενώνεται ο ποταμός Αγγίτης με τον Στρυμόνα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Ζίχνης. II Πόλη της… … Dictionary of Greek